- χαρτογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτογραφία ή στο χαρτογράφο: Αγόρασε χαρτογραφικά όργανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρτογραφία ή στον χαρτογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αντ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek